- πεπτικός
- -ή, -ό / πεπτικός, -ή, -όν, ΝΑ [πεπτός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες»)νεοελλ.φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου»ανατ. οργανικό σύστημα το οποίο αποτελείται από τον πεπτικό σωλήνα και από τα όργανα που συμβάλλουν, με τα υγρά που παράγουν, στην πέψηβ) «πεπτικό νευρικό πλέγμα»(ανατ.-φυσιολ.) περιλπτ. ονομασία που περιλαμβάνει το μυεντερικό πλέγμα τού Άουερμπαχ και το υποβλεννογόνιο πλέγμα τού Μάισνερ, δύο ενδογενείς στιβάδες νευρικού ιστού που ελέγχουν τις κινήσεις τής κατώτερης μοίρας τού οισοφάγου, τού εντέρου και τού στομάχουγ) «πεπτικοί αδένες»βοτ. αδενώδεις τρίχες που απαντούν στα μεταμορφωμένα όργανα ορισμένων εντομοφάγων φυτώνδ) «πεπτικός σωλήνας»ανατ. μια σειρά σχηματισμών και οργάνων, μέσα από τα οποία περνά η τροφή κατά την επεξεργασία της και τη μετατροπή της σε μορφές απορροφήσιμες από την κυκλοφορία, την πέψη, και σχηματισμών, από τους οποίους περνούν τα άχρηστα προϊόντα τής πέψης κατά τη διαδικασία τής αποβολής τουςαρχ.1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να χωνεύει2. αυτός που διευκολύνει την ωρίμαση.
Dictionary of Greek. 2013.